Ζωντανή παράδοση

Οι σχέσεις μεταξύ της αρχιτεκτονικής των χωριών και του τοπίου, καθώς και η αγροτική κληρονομιά και οι παραδόσεις που συνδέονται με αυτές (τοιχοποιία με ξερολιθιά, μετακινούμενη κτηνοτροφία, ιερά δάση) είναι βασικά στοιχεία που αποδεικνύουν την ακεραιότητα του αγαθού.

Είναι επίσης σαφές ότι τα ιδιαίτερα, χαρακτηριστικά των παραδοσιακών χωριών έχουν διατηρήσει την ακεραιότητά τους λόγω της απομόνωσης της περιοχής, των ήπιων οικονομικών δραστηριοτήτων που υλοποιούνται μέχρι σήμερα, καθώς και του προστατευτικού πλαισίου που έχει εγκαίρως θεσπιστεί από την Ελληνική Πολιτεία.

Τα Ζαγοροχώρια αποτελούν ένα σπάνιο παράδειγμα αυθεντικότητας και καλά διατηρημένων παραδοσιακών οικισμών μέσα σε ένα απομακρυσμένο αγρο-κτηνοτροφικό τοπίο και ένα πλούσιο φυσικό περιβάλλον.

Το αυστηρό θεσμικό πλαίσιο για την προστασία των πολιτιστικών στοιχείων, η διατήρηση της χρήσης της πέτρας και του ξύλου ως κυρίαρχων δομικών υλικών, καθώς και οι περιορισμοί στους κανονισμούς για τις προδιαγραφές δόμησης έχουν συμβάλει σημαντικά στη διατήρηση του αυθεντικού χαρακτήρα των οικισμών. Επιπλέον, η παραδοσιακή χειροτεχνία μαζί με τη χρήση αυθεντικών τεχνικών και υλικών δεν έπαψαν ποτέ να εφαρμόζονται – ακόμη και σε σύγχρονες κατασκευές – και έπαιξαν σημαντικό ρόλο στη βιώσιμη διαχείριση των φυσικών πόρων.

Ανάμεσα στην πλούσια ποικιλία της βλάστησης ξεχωρίζουν μικρά ξωκλήσια στα όρια των οικισμών και ιερά δάση, τα οποία αναφέρονται τοπικά ως εκκλησιαστικά, βακούφικα, κουρί ή λιβάδια.

Αυτά διατηρήθηκαν καθώς συγκεκριμένες χρήσεις δεν επιτρέπονται ή επιτρέπονταν υπό όρους όταν η Κοινότητα και η Εκκλησία το συναποφάσιζαν και συνεχίζουν να προστατεύονται μέσω υπερφυσικών δοξασιών. Τα δάση αυτά προστατεύουν τους οικισμούς από κατολισθητικά φαινόμενα, πτώσεις βράχων ή χιονοστιβάδες, διαφυλάσσουν τον υπόγειο υδροφορέα και στο παρελθόν λειτουργούσαν επίσης ως αποθεματικά, εξυπηρετώντας συνήθως έκτακτες ανάγκες των κοινοτήτων. Ταυτόχρονα, επιτελούν λατρευτικές και αισθητικές λειτουργίες, αποτελώντας «στολίδια» των οικισμών, τόπους αναψυχής και προσκυνήματος και πανηγυρότοπους. Τα ιερά δάση των χωριών του Ζαγορίου, όπως και της Κόνιτσας, από το 2015 έχουν μια θέση στο εθνικό ευρετήριο της Άυλης Πολιτισμικής Κληρονομιάς ως τοπικά προσαρμοσμένα διαχειριστικά συστήματα και θεωρούνται εξαιρετικά πολύτιμα στοιχεία που «δένουν» τη φυσική και πολιτιστική κληρονομιά του τόπου. Τα αιωνόβια δέντρα που απαντούν στα ξωκλήσια και στα ιερά δάση του Ζαγορίου είναι από τα γηραιότερα της περιοχής, με ηλικία που αγγίζει κάποιες φορές τα 400 έτη. Αιωνόβια δέντρα και δάση αποκτούν σήμερα μια νέα αξία, καθώς η μακροβιότητά τους τούς προσδίδει μεγάλη ιστορική, αισθητική και αναψυχική αξία. Ταυτόχρονα, συνιστούν μάρτυρες της κλιματικής αλλαγής, αποθήκες γενετικής ποικιλότητας και επιβίωσης σε ακραίες περιβαλλοντικές συνθήκες και «κιβωτούς βιοποικιλότητας», διότι ο κορμός τους όσο γερνά προσφέρει συνθήκες αποίκισης σε πολλούς οργανισμούς, όπως λειχήνες, μύκητες, ξυλοφάγα έντομα, νυχτερίδες, πουλιά και μικρά θηλαστικά.

Το αγρο-κτηνοτροφικό τοπίο διαμορφώθηκε από τους κατοίκους, που διέμεναν μόνιμα στον ορεινό χώρο, καθώς, όπως είναι αναμενόμενο, δεν ταξίδευαν όλοι οι Ζαγορίσιοι. Η αγροτική διάσταση του Ζαγορίου περιστρέφεται γύρω από τους άξονες της ορεινής καλλιέργειας, με τη χρήση αναβαθμίδων και της οικονομίας της αυτάρκειας.

Τα μικρά παραγωγικά τμήματα του κατακερματισμένου ορεινού χώρου χρησιμοποιούνταν μέχρι την τελευταία σπιθαμή, για να φτάσει η παραγωγή τα όρια της αυτάρκειας. Το αγροτικό μοντέλο επιβίωσης στον ορεινό χώρο που είχαν επιλέξει οι Ζαγορίσιοι συνοδευόταν από μικρής κλίμακας κτηνοτροφία. Η κάθε οικογένεια, στο πλαίσιο της αυτάρκειας, διέθετε μικρό αριθμό αιγοπροβάτων που τον χειμώνα διατηρούσε οικόσιτα. Τα ορεινά λιβάδια ήταν κατάλληλα για την υποστήριξη μεγάλων αριθμών αιγοπροβάτων και έτσι οι κοινότητες κατέληγαν σε συμφωνίες (κοντράτα) με τους μεγαλοκτηνοτρόφους της Ηπείρου. Από τον 19ο αιώνα και ύστερα ήταν αποκλειστικά Σαρακατσάνοι, οι οποίοι γίνονται αναπόσπαστο κομμάτι του κεντρικού και δυτικού τμήματος του Ζαγορίου. Τα τσελιγκάτα τους νοικιάζουν σταθερά τα ορεινά βοσκοτόπια της Τύμφης ενώ, επανέρχονται εποχικά οι ίδιες οικογένειες.

Ξεχωριστή μνεία οφείλεται στην ομάδα των Βικογιατρών, οι οποίοι, ως χειροπράκτες, ορμώμενοι από τη βιοποικιλότητα της περιοχής, ανέπτυξαν τη βοτανοθεραπευτική και παρείχαν τις υπηρεσίες τους σε διάφορες περιοχές της Οθωμανικής αυτοκρατορίας.

Περιπλανώμενοι πρακτικοί θεραπευτές, οι οποίοι, από τον 17ο έως τον 19ο αιώνα, γιάτρευαν ανθρώπους και ζώα, χρησιμοποιώντας τα φαρμακευτικά είδη και βότανα του φαραγγιού του Βίκου. Με μακριά μαλλιά και ιδιαίτερη ενδυμασία, φορώντας μαύρο μάλλινο παλτό, τη σεγκούνα, και ένα ιδιότυπο καπέλο και κρατώντας πάντα μια ράβδο, το ματσούκι, οι «βικογιατροί» γύριζαν το καλοκαίρι για δύο μήνες στα χωριά τους, μάζευαν τα φαρμακευτικά φυτά, ετοίμαζαν τα θαυματουργά τους γιατρικά και μετά γυρνούσαν με το άλογό τους τα Βαλκάνια και την Κεντρική Ευρώπη.

Η ξεχωριστή γεωλογική ιστορία της περιοχής έχει ως αποτέλεσμα μια εξαιρετικά μεγάλη ποικιλία βλάστησης
Περισσότερα για το Φυσικό περιβάλλον